καταδικάζεις

καταδικάζεις
καταδικάζω
give judgement
pres ind act 2nd sg
καταδικάζω
give judgement
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταδικάζω — καταδίκασα, καταδικάστηκα, καταδικασμένος 1. βγάζω καταδικαστική απόφαση: Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πρόστιμο πέντε χιλιάδων δραχμών. 2. κατακρίνω, κακίζω: Μην καταδικάζεις κανέναν χωρίς να τον ακούσεις πρώτα. 3. προδικάζω: Οι γιατροί τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”